- σμύρος
- ὁ, Αβλ. μύρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμῦρος — eel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρος — (I) το (Μ μῡρος) το αρωματικό λάδι με το οποίο ο ιερέας χρίει τον βαπτιζόμενο μσν. μύρο το οποίο αναβλύζει από τα σώματα τών αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μύρο(ν) κατά τα ουδ. σε ος, πρβλ. (το) πρέπος (το) πρέπον, (το) κάστρος (το)… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
σμύρου — σμύ̱ρου , σμῦρος eel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)